διαπαρατριβη

διαπαρατριβη
    διαπαρατριβή
    δια-παρατρῐβή
    ἥ страстный спор
    

(NT. - v. l. παραδιατριβή)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "διαπαρατριβη" в других словарях:

  • διαπαρατριβή — διαπαρατριβή, η (Α) βίαιος ανταγωνισμός …   Dictionary of Greek

  • διαπαρατριβή — constant wrangling fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπαρατριβαῖς — διαπαρατριβή constant wrangling fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπαρατριβαί — διαπαρατριβή constant wrangling fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»